φαγεδαίνας

φαγεδαίνας
φαγεδαίνᾱς , φαγέδαινα
cancerous sore
fem acc pl
φαγεδαίνᾱς , φαγέδαινα
cancerous sore
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαγεδαινικός — ή, ό / φαγεδαινικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαγέδαινα] 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαγέδαινα 2. ιατρ. (για έλκος και γενικά για αλλοίωση) αυτός που έχει χαρακτήρα φαγέδαινας, αυτός που επεκτείνεται επιφανειακά, καταστρέφοντας το καλυπτήριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”